- ἐπεισπίπτει
- ἐπεισπί̱πτει , ἐπεισπίπτωfallpres ind mp 2nd sgἐπεισπί̱πτει , ἐπεισπίπτωfallpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επεισπίπτω — ἐπεισπίπτω (Α) 1. εισβάλλω, ορμώ ξαφνικά εναντίον κάποιου 2. ορμώ μέσα 3. πέφτω πάνω σε κάτι 4. βαραίνω («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη») … Dictionary of Greek